-
1 χαρά
[хара] ουσ. Θ. радость, веселье, удовольствие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαρά
-
2 радость
-и θ.χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•
он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•
прыгать от -и πηδώ από χαρά•
какая -! τι χαρά!•
шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.
εκφρ.на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•не в радость – είμαι άχαρος•жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη. -
3 удовольствие
-я ουδ.1. ευχαρίστηση• χαρά• αγαλλίαση•просиять от -я λάμπω από χαρά (ευχαρίστηση)•
доставить -я παρέχω (φέρω) χαρά (ευχαρίστηση).
2. απόλαυση•επεδόθηκε σε κάθε είδος απολαύσεις•доставить детям много -ий παρέχω στα παιδιά πολλές απολαύσεις.
εκφρ.жить в своё удовольствие – ευζωώ, καλοζώ, ευημερώ• περνώ ζωή χαρισάμενη•в своё удовольствие (делать) – μέχρι πλήρους ικανοποίησης (κάνω κάτι).. -
4 добрый
добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...* * *καλός, αγαθός••в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!
всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά
бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…
-
5 здоровый
здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)* * *υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)я здоро́в — είμαι καλά
••бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
-
6 оставаться
-
7 радость
радость ж η χαρά· с \радостью μετά χαράς, ευχαρίστως* * *жη χαράс ра́достью — μετά χαράς, ευχαρίστως
-
8 утешение
-
9 радовать
рад||оватьнесов κάνω κάποιον νά χαρεί, χαροποιώ, προξενώ χαρά, καλο-καρδίζω:\радовать глаз χαίρεται τό μάτι νά...· нас \радоватьуют твой успехи μας προξενούν χαρά οἱ ἐπιτυχίες σου· \радоватького́-л. χαροποιώ κάποιον. -
10 радость
радост||ьж ἡ χαρά:быть вне себя от \радостьи εἶμαι ἔξαλλος ἀπό χαρά· с \радостьью μετά χαράς, εὐχαρίστως· ◊ на \радостьях γιά τό χαρμόσυνο γεγονός. -
11 обрадовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрадованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. χαροποιώ, καλοκαρδίζω, γεμίζω χαρά.χαίρομαι, είμαι όλος χαρά. -
12 прояснить
-итρ.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. прояснеть.βλ. прояснеть. || γίνομαι διαυγής.-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прояснённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. καθιστώ ευδιάκριτο, εμφανές•прояснить контуры на рисунке κάνω ευδιάκριτες τις γραμμές στο σχέδιο.
2. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω•прояснить обстановку διευκρινίζω την κατάσταση.
|| ησυχάζω, καθησυχάζω• κάνω ήπι-ον, χαρούμενο, πρόσχαρο.3. διαφωτίζω, ξεκαθαρίζω (λογικό, συνείδηση κ.τ.τ.).1. γίνομαι σαφής, καθαρός, ευδιάκριτος.2. βλ. прояснеть.3. διασαφηνίζομαι, ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνομαι•дело -лось η υπόθεση ξεκαθάρισε.
4. (δια)φωτίζομαι, ξεδιαλύνομαι. || φωτίζομαι, λάμπω από χαρά•лицо его -лось το πρόσωπο του φωτίστηκε (έλαμψε από χαρά).
-
13 светить
свечу, светишьρ.δ.1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•
звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•
солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.
|| ρίχνω φως•он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.
|| μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,
1. φέγγω, φωτίζω•вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.
|| φωτίζομαι.2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. -
14 сиять
-яю, -яешьρ.δ.1. ακτινοβολώ, λάμπω, απαυγάζω•солнце -яет ο ήλιος λάμπει•
месяц -яет το φεγγάρι λάμπει.
2. μτφ. εκφράζω χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ. его глаза -яют τσ. μάτια του λάμπουν•сиять от радости λάμπω από χαρά.
-
15 до
I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού* * *1) ως, έως, μέχρι, ίσαμεдо десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί
от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ
до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)
до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα
де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών
2) (прежде, перед) πριν, προдо на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε
до на́шей э́ры — προ Χριστού
-
16 до свидания!
γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο!; καλή αντάμωση ( до встречи) -
17 прощай!
= прощайте!αντίο! χαίρε(τε)!, γεια χαρά! -
18 большой
больш||ойприл1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):\большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):\большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:\большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων4. (взрослый) μεγάλος:он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος. -
19 весь
весь(вся, все, все) мест.1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):\весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·2. все ὅλα, τό πᾶν:он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·3. все мн. ὅλοι:все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·4. (целиком, полностью) ὅλος:он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή! -
20 вне
внепредлог с род. п. ἔξω, ἐκτος:\вне города ἔξω ἀπ' τήν πόλη· \вне дома ἐξω ἀπ' τό σπίτι· \вне конкурса ἐκτος συναγωνισ-μοῦ· \вне очереди ἀμέσως, ἐπειγόντως· \вне подозрений δξω ἀπό κάθε ὑπόνοια· \вне опасности ἐκτός κινδύνου· ◊ \вне всякого сомнения χωρίς καμμιά ἀμφιβολία· \вне закона ἐκτός νόμου· быть \вне себя εἶμαι ἐξω φρενών быть \вне себя от радости εἶμαι ἐξαλλος ἀπό χαρά.
См. также в других словарях:
χαρά — χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc/acc dual χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρᾷ — χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
χαρά — η 1. ευάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ενθουσιασμός: Έχει χαρά, γιατί πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2. γάμος: Στη χαρά σου θα σου κάνω ένα καλό δώρο. 3. φρ., «μετά χαράς», πρόθυμα. 4. φρ., «χαρά στο πράμα», κάτι δεν αξίζει τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Μπερκ, Ρόμπερτ O’ Χάρα — (Robert O’Hara Burke, Σεντ Κλέραμ, Ιρλανδία 1820 – Αυστραλία 1861). Ιρλανδός εξερευνητής της Αυστραλίας. Την περίοδο 1860 61 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, επιχειρώντας να τη διασχίσει από νότο προς βορρά. Αναχώρησε από τη… … Dictionary of Greek
χαρᾶι — χαρᾷ , χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράν — χαρά̱ν , χαρά joy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράς — χαρά̱ς , χαρά joy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραῖς — χαρά joy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραί — χαρά joy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)